- Πελαργῶν
- Πελαργήfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελαργῶν — πελαργός stork masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκοπίδες — (Scopidae). Οικογένεια πουλιών της υπόταξης των πελαργών. Περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το σκοπό το σκοτεινόχρωμο, που ζει κοντά σε λίμνες ή θάλασσες της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής. Φτάνει σε μήκος τα 60 εκ. και έχει μακρύ και ίσιο ράμφος,… … Dictionary of Greek
πεταρίζω — πετάρισα, πετώ αδέξια, δοκιμάζω να πετάξω: Τα μικρά των πελαργών άρχισαν να πεταρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτεροφυΐα — η το να βγάζει κάποιος φτερά: Άρχισε η πτεροφυΐα των μικρών πελαργών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)